20 Μαρ 2012

Χωρισμός

Μη μου μιλάς για τη βροχή. Η βροχή βρωμίζει. Η βροχή αρρωσταίνει. Δεν χόρεψα στη βροχή. Δεν κολύμπησα στη βροχή. Σου είπα σε όλα όχι. Έτρεξα να προστατευτώ. Μάζεψα το κεφάλι ανάμεσα στους ώμους. Πέταξα τα δώρα σου στα σκουπίδια. Απώθησα το χέρι σου. Σκούπισα τα χείλη μου μετά το φιλί σου. Κάνε ό,τι θες. Μόνο μη μου μιλάς για τη βροχή.

Αμέρικαν Γκλαντιέιτορς

Ήμουν μεθυσμένος. Αυτή χοντρούλα και ψηλή. Νόμιζα πως ήμουν δυστυχισμένος. Αυτή υπομονετική. Γνωριστήκαμε στο μπαρ. Καταλήξαμε σε γλωσσόφιλα σε άλλο μπαρ. Πήγε τουαλέτα. Να φύγω; Τι κάνω εδώ; Πώς έμπλεξα; Η γκαρσόνα κολλητή της. Έμοιαζε με πρώην πρεζάκι. «Αν την πληγώσεις θα έχεις να κάνεις μαζί μου». Έφυγα πριν επιστρέψει. Χωρίς να πληρώσω. Την είδα μετά από καιρό σε όνειρο. Ήμουνα λέει μαζί της στους Αμέρικαν Γκλαντιέιτορς. Φοράμε αυτές τις φρικτές κολλητές στολές και δέρνουμε τις πλαδαρές κοιλιές μας. Χειροκροτήματα, ιδρώτας, ελπίδες, αγωνία, και μετά σκοτάδι. Αυτό το σκοτάδι που δεν θα φύγει ποτέ.

Σύννεφα

Ξύνω τις πληγές της μνήμης μου και μαζί με το πύον κυλάει αυτή. Τραγουδίστρια που ζει με το σκυλάκι της. Μου ανοίγει την πόρτα της. Το σκυλί είναι άρρωστο. Γρυλίζει και δαγκώνει, κουλουριασμένο κάτω απ’ την ντουλάπα. Παντού στους τοίχους ένδοξες φωτογραφίες της στην πίστα. Φωτογραφίες παλιές. Δεκαετία ’80. Πανέμορφη. Γυρνώ και την κοιτάζω. Κλαψουρίζει για το σκυλί της. Είναι πρησμένη. Φοράει έναν ολόλευκο χοντρό νάρθηκα στον αυχένα. Με βρίζει. Με διώχνει. Μαζί με το πύον κυλάει κι αυτός. Τσιγγάνος μουσικός. Κυριακή πρωί. Τον χαζεύω απ’ το αυτοκίνητο. Μπροστά απ’ τα χαμόσπιτα, κάθεται σε μια καρέκλα γυμνός. Το πρόσωπο και τον λαιμό του καλύπτει αφρός ξυρίσματος. Δίπλα του κάποιοι χορεύουν. Αυτός τραγουδά. Με κοιτάζει με δαιμονική χαρά. Αποστρέφω το βλέμμα. Βάζω μπρος να φύγω. Ο ουρανός μια λεπίδα στα χέρια του σύμπαντος.

Τρεις Μάγοι


Τρεις μάγοι ήρθαν στο χωριό
κι είπαν θα χτίσουν πόλη,
έκαναν κι ένα μαγικό
και τους πιστέψαν όλοι!

Έβγαλαν ένα νόμισμα
μα δέκα μας δανείσαν,
τους τόκους μας καθόρισαν
και εκατό ζητήσαν.

Το ήξεραν πως το χωριό
δε θα γινόταν πόλη,
μα τους αρκούσε μόνο αυτό:
να τους χρωστάμε όλοι.

Το ξέραμε κι εμείς καλά
πως πάντα θα χρωστάμε,
μα μας αρκούσε πρόσκαιρα
στο βάλτο να γλεντάμε...

16 Μαρ 2012

Ένα φιλί για καλημέρα

Το κρίμα

Μάνα κλαις;
Μα, αυτό είναι ανώφελο.

Δεν αλλάζει -το ξέρεις- ο κόσμος με τον Θρήνο Σου.
Ο Θρήνος Σου απλώς τρώει λαίμαργα τον Χρόνο Μας .
Τρώει λαίμαργα τον Χρόνο Μας και σπέρνει Σκόνη .
Σκόνη Βαριά και Σκοτεινή.
Που Μας Μπουκώνει, Μας Τυφλώνει
και ύστερα σιγά - σιγά – ξέρει αυτή –
τείνει να Μας Αποτελειώσει.

Για αυτό σου λέω: “Κρίμα είναι”...

Όπως Κρίμα είναι η περαστική Γριά με το περίεργο Βλέμμα της
καθώς κατανυκτικά βαδίζει προς την εκκλησία της Γειτονιάς Της.

Ή όσο Κρίμα είναι ο μεσήλικας Υπαλληλάκος με το σκυμμένο Πρόσωπό Του
καθώς μνησίκακα αριθμεί πάνω στα βιβλία του Εργοδότη Του.

Ή ακόμα – ακόμα,
όσο Κρίμα είναι το μικροκαμωμένο Σκυλάκι με το νευρικό Γάβγισμά Του
καθώς σίγουρα ασφαλίζει την πόρτα του Αφεντικού Του.


Έτσι Κρίμα είσαι και εσύ Μάνα με την κουρασμένη Ύπαρξή Σου
καθώς ανήθικα μοιράζουν τα ιμάτιά Σου φρουροί σου.


Κρίμα είναι που τους κοιτάς ακόμα.

Βαρέθηκα

Βαρέθηκα τα όπλα.
Βαρέθηκα αυτή την παρωδική μου υπόκλιση
σε μια πρωτόγονη μα ενδότερά μου γνώριμη δύναμη.

Για αυτό,
Βαρέθηκα τους πυραύλους, τα άρματα, και τα πιστόλια.
Βαρέθηκα τα σπαθιά τα τόξα και τα δόρια .
Γιατί όλα τους υπόσχονται να προκαλέσουν εθιστικά συναισθήματα.
Γιατί όλα τους έχουν σχεδιαστεί, αγοραστεί και χρησιμοποιηθεί
μονάχα για να υπόσχονται και να προκαλούν εθιστικά συναισθήματα.

Βαρέθηκα επίσης τους αλύτρωτους, τις οργανώσεις και τις ενέδρες τους,
τους σωτήρες και τους κατακτητές τους.
Τους ιερούς σκοπούς και τα απελευθερωτικά τους κινήματα.
Γιατί σχεδιάζουν να ικανοποιήσουν εθιστικά συναισθήματα.
Γιατί, τελικά Υπόσχονται, Σχεδιάζουν και Προκαλούν
μονάχα τον Θ – Α – Ν – Α – Τ – Ο.
Τίποτα πιο απλό, τίποτα πιο απογοητευτικό,
κι όμως, άκου τις ειδήσεις τους...

Ψίθυρος

Τρέμω να γράψω στο χαρτί όσα ονειρεύομαι,
γιατί – μου 'παν – τα όνειρα μπορούν να γίνουν αλήθεια.


Τότε
Θα ήταν μακάβριο να βλέπεις τους δήμιους των ψυχών μας αποκεφαλισμένους σε έρημες πλατείες .
Θα ήταν απελπιστικό να ακούς τους φρουρούς των ιδεών μας φυλακισμένους απο τα πιο βαθιά μπουντρούμια .
Μα πιο πολύ,
Θα ήταν κρίμα τούτο 'δω το μικρόψυχο και πράο Ανθρωπάκι,
που θα χάσει την ευκαιρία που υπομονετικα καρτερούσε ,
να πατήσει τον συνάνθρωπο.


Για αυτό δεν γράφω στο χαρτί όσα ονειρεύομαι,
μόνο να, τώρα εδώ, σε εσένα τα ψιθυρίζω
και ύστερα, σε παρακαλώ, ξέχασέ τα.
Ας αφήσουμε αυτή την αναλγητική γύρω μας Μαυρίλα να απαλύνει λίγο
τις καταδικασμένες σε νοσηρότητα και διαμελισμό υπάρξεις μας.
Μόνο που κάποτε, θα το δείς, αυτός ο εθισμός θα μας ξεκάνει.

Αιώνες ΔΙΣαρμονίας

Σε μια “τάξη” “ομοιόμορφα”.
Η πειθαρχία σου προσέφερε αιώνες ΔΙΣαρμονίας .
Μόνος φόβος σου η ενεργοποίηση.
Αλλά στους αιώνες έμαθες πια
και προλαμβάνεις υπνωτίζοντας τους “ομοίους” σου

- Ισότητα (;) -

ΕΣΩ ΕΤΟΙΜΟΣ,
ΠΑΝΤΑ ΑΜΕΙΛΙΚΤΟΣ!

Προσοχή στην εντροπία και επικρατήσει το αρμονικό.

Αιώνες ΔΙΣαρμονίας και άλλοι τόσοι έπωνται
καθώς οι “όμοιοί” σου τυφλοί χειροκροτούν
το θαύμα της εξέλιξης.

Θαυμαστέ , πως κατάφερες τόση πρόοδος να σε ξεπεράσει;
Ευφυέστατη η χάρτινή σου πατέντα
αφού προσκύνησαν και οι πιο ανορθόδοξοι.

Φθορά

Εμένα που ποτέ δεν μου έλειψε τίποτα,
που ποτέ δεν έζησα πολέμους, τραγωδίες και φόβο.
Εμένα που ποτέ δεν μου έλειψε τίποτα,
που ποτέ δεν ένιωσα πείνα, δίψα ή κρύο,
κάτι άλλο με φθείρει χρόνια τώρα,
όσο δεν μου λείπει τίποτα.

Αηδιασμένος απεχθάνομαι την “ΕΙΡΗΝΗ” έτσι που επιβάλλεται
σκοτεινά συμφωνημένη και δολερά ρευστή.
Διχασμένος παρακολουθώ την “ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ” έτσι που παρουσιάζεται
μόνιμα παράλυτη και αιωνίως ανέφικτη.
Εξουθενωμένος μισώ την “ΑΝΕΣΗ” έτσι που αποκτάται
κοπιάζοντας από υποκλίσεις και διαρκή αβεβαιότητα.
Τραυματισμένος βλασφημώ την “ΑΣΦΑΛΕΙΑ” έτσι που επισφαλίζεται
επικίνδυνα προβοκατώρικα και αμείλικτα απάνθρωπη.

Τη νίωθω την Φθορά.
Τη νιώθω από τα Ανύπαρκτα Και Ξεχασμένα Δέντρα,
τους Μουτζουρωμένους Πρώην Γκρί Τοίχους,
τους Χιλιάδες Ξένους Γύρω μου,

και αν την νιώθω είναι ΕΔΩ!


Εμένα που ποτέ δεν μου έλειψε τίποτα......

Κατάλληλος προς ανάλωση

Νιώθω

Χέρια ψυχρά μπιγμένα άτσαλα και βιαστικά το μυαλό μου
να κατεργάζονται.


Νύχια μυτερά να ξύνουν νευρικά
κάθε μου ανάμνηση.

Αντίχειρες αυταρχικούς να πιέζουν βίαια
κάθε μου αίσθημα .

Δείκτες σαρκαστικούς να εκθέτουν στυγνά
κάθε μου φιλοδοξία.


Μικρούς ύπουλους να αφαιρούν προσεκτικά
κάθε μου σκέψη.


Κρίνοντάς με τελικώς:
Νέος Άμνημων
Αναίσθητος
Άπελπις
Άτολμος
Με λίγα λόγια :
“ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΣ ΠΡΟΣ ΑΝΑΛΩΣΗ”

για το Υψιστό μου – πια – αφεντικό.